- λικμίζω
- (AM λικμίζω)νεοελλ.-μσν.αποχωρίζω τα άχυρα από τους κόκκους τού σιταριού, λιχνίζωμσν.μτφ. εξολοθρεύωαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «λικμίζειἀλοᾷ».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λικμίζω που απαντά στον Ησύχ. είναι παρ. τού λικμός, ενώ ο μσν. και νεοελλ. τ. λικμίζω είναι υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐλίκμησα τού λικμῶ (πρβλ. κλονῶ: κλονίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.